-
1 развитие
1. (усиление, укрепление, увеличение) η ανάπτυξ/ηэмбриональное - мед. εμβριακή -эмбриональное биол. - εμβριακή -2. (процесс перехода из одного состояния в другое, более совершенное) η εξέλιξη, η πρόοδος 3. (степень чего-л.) η εξέλιξη, το επίπεδοобщественное - κοινωνική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > развитие
-
2 μεθιστημι
ион. μετίστημι1) реже med. (из)менять(τὰ νόμιμα Her.; ὄνομα, τοὺς τρόπους Eur.)
μ. χρώματος Arph. — менять цвет;μ. εἰς δουλείαν Plut. — попадать в рабство2) перемещатьμ. πόδα εἰς ἄλλην χθόνα Eur. — отправляться в другую страну;
μετάστησόν (με) θεᾶς σφαγίων Eur. — увези меня от кровавой богини;μεταστῆναι ἐν Αἰγίνῃ Dem. — быть сосланным в Эгину3) переносить(τέν δυναστείαν εἰς ἑαυτόν Polyb.)
4) выводить (из какого-л. состояния)μ. τινὰ ὕπνου Eur. — пробудить кого-л. ото сна;
μ. τινὰ νόσου Soph. — исцелить кого-л. от болезни5) переубеждать или совращать(ἱκανὸν ὄχλον NT.)
6) выходить, уходить, покидать(ἐκ τῆς τάξιος Her.; στρατῷ Aesch.; ἔξω τῆς οἰκουμένης Aeschin.)
μ. βίου и βίον Eur. — уходить из жизни, умирать;μετάσταθ΄, ἀπόβαθι! Soph. — уходи!;ἐκ κύκλου μεταστάς Soph. — вышедший из круга7) удалять, устранять(τινά NT., med. Her., Thuc. etc.)
; pass. быть отстраняемым(τῆς οἰκονομίας NT.)
8) переходить(ἔκ τινος εἴς τι Plat.; ἀπό τινος, παρά и πρός τινα Thuc.; εἰς ἕτερον τόπον Plat.; med.-pass.: ἑτάροισι Hom.; πρὸς τοὺς ὑπερδεξίους τόπους Polyb.)
χωρία πρὸς Λακεδαιμονίους μεθεστηκότα Xen. — страны, перешедшие на сторону лакедемонян9) (пере)меняться, поворачивать(εἰς τὸ λῷον Eur.; τῆς τύχης εὖ μετεστεώσης Her.)
10) уходить, исчезать(μεθέστηκεν χόλος Eur.)
11) тж. med.-pass. переставать, прекращатьμεθίσταμαι κότου Aesch. — я уже не сержусь;
μ. φόβου Eur. — переставать бояться;μ. κακῶν Eur. — освободиться от страданий12) выходить, возникать(πολιτεία ἐξ ἦς ἥ ὀλιγαρχία μετέστη Plat.)
-
3 состояние
1. (положение, в котором кто-, что-л. находится) η κατάστασηзародышевое - см. эмбриональное -рабочее - σε - εργα-σίας/λειτουργίαςсверхпроводящее - σε - υπεραγωγιμότητας, υπε-ραγώγιμη -стационарное - στατική -, στάσιμη -тяжёлое - (больного) σοβαρή - (του/της ασθενούς)физическое - мед. φυσική -- цен на рынке (эк.торг.) - τιμών στην αγορά2. (капитал, имущество) η περιουσία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > состояние
-
4 μεθίστημι
μεθίστημι (s. ἵστημι) by-form μεθιστάνω (Hv 1, 3, 4; 1 Cor 13:2 v.l.) fut. μεταστήσω LXX; 1 aor. μετέστησα; 2 aor. μετέστην LXX. Pass.: aor. μετεστάθην; subj. μετασταθῶ (Hom.+; ins, pap, LXX, TestSol; TestAbr A 20 p. 103, 8 [Stone p. 54]; TestIss 1:13; Joseph.)① transfer from one place to another, removeⓐ of things τὶ someth. ὄρη 1 Cor 13:2 (Is 54:10). Heavens, mountains, hills, seas Hv 1, 3, 4. (ἡμᾶς) μετέστησεν εἰς τὴν βασιλείαν (God) transferred us to the kingdom Col 1:13 (cp. Jos., Ant. 9, 235 μ. εἰς τ. αὑτοῦ βασιλείαν.—μ. εἰς=‘transplant into’ also Alex. Aphr., Mixt. II 2 p. 219, 28; 230, 29; cp. τὸ μεταστῆναι ἀπὸ τῶν ὁρατῶν ἐπὶ τὰ ἀόρατα as a description of ἔκστασις Did., Gen. 230, 9).ⓑ of persons remove, depose (3 Km 15:13; 1 Macc 11:63; Jos., Ant. 19, 297; 20, 16) τινὰ ἀπὸ τοῦ τόπου remove someone from his place 1 Cl 44:5. Pass. be removed ὅταν μετασταθῶ ἐκ τ. οἰκονομίας when I am discharged fr. my position as manager Lk 16:4 (Vi. Aesopi G 9 μεταστήσω σε τῆς οἰκονομίας=I will remove you from your position as steward.—μ. ἐκ as Jos., Vi. 195).—This is prob. also the place for Ac 13:22 μεταστήσας αὐτόν after he had removed him (fr. the throne; cp. Da 2:21). The expr. in its fullest form, μ. τινὰ ἐκ τοῦ ζῆν ‘put someone to death’ (Diod S 2, 57, 5; 4, 55, 1; cp. 3 Macc 6:12), scarcely seems applicable here.② to bring to a different point of view, turn away, mislead, also in an unfavorable sense, fig. ext. of 1 (X., Hell. 2, 2, 5; Plut., Galba 1059 [14, 3] τοὺς πλείους μετέστησαν; Josh 14:8) ἱκανὸν ὄχλον Ac 19:26.—DELG s.v. ἵστημι. M-M. -
5 δόσις
A giving, ;χρημάτων Hdt.1.61
;μισθοῦ Th.1.143
; opp. αἴτησις, Pl.Euthphr. 14d;δ. χρημάτων καὶ λῆψις Arist.EN 1107b8
;λήψεις καὶ δόσεις Arr.Epict.2.9.12
, cf. LXX Si.41.19, Ep.Phil.4.15.2 ἐμβολῶν δ. ramming in naval tactics, D.S.13.10.II gift,καί οἱ δ. ἔσσεται ἐσθλή Il.10.213
;δ. ὀλίγη τε φίλη τε Od.6.208
, 14.58, cf. Hdt. 1.90, 9.93, S.OT 1518, etc.;δόσιν κακὰν κακῶν κακοῖς A.Pers. 1041
(lyr.);θεῶν εἰς ἀνθρώπους Pl.Phlb. 16c
.2 bequest, legacy: κατὰ δόσιν by will (opp. κατὰ γένος, as heir-at-law), Is.4.7, Isoc.19.45, cf. Harp.3 largess, = Lat. congiarium, Hdn.6.8.8 (pl.).5 payment on account, instalment, IG12.296, 7.303.35 (Orop.), etc.; payment in kind, PMasp.146.4 (vi A. D.), al.8 τῆς οἰκονομίας πολλὴν ποιεῖσθαι δ. lay great stress on an arrangement, D.H.Dem.51; οὐ τοσαύτην ποιούμενοι τῆς ἡδονῆς δ. ὅσην τῆς ἀληθείας ib.18.9 destiny, fate of an individual,ἡ ἀνθρωπίνη δ. Iamb.Myst. 1.3
; esp. of planetary influence, Plot.2.3.2, al. -
6 κεφάλαιος
A of the head: metaph., principal, chief, ῥῆμα κ. (with a play on κεφαλίτης λίθος) Ar.Ra. 854;τὸ κ. μέρος PMasp.151.16
(vi A.D.): [comp] Sup. - ότατος v.l. in Pl.Grg. 494e.II mostly Subst. κεφάλαιον, τό, = κεφαλή, head, parts about the head, esp. of fish, θύννου κ. τοδί Callias Com.3: in pl., Amphis 35, Sotad. Com.1.5; alsoκ. ῥαφανῖδος Ar.Nu. 981
; of an infant, Leonid. ap. Aët.6.1.2 chief or main point,κ. δὴ παιδείας λέγομεν τὴν ὀρθὴν τροφήν Pl.Lg. 643c
; esp. in speaking or writing, sum, gist of the matter,κεφάλαια λόγων Pi.P.4.116
;κ. τοῦ παντὸς λόγου Men.Georg. 75
, cf. Cic.Att.5.18.1; τὰ κ. συγγράφων Εὐριπίδῃ drawing up the heads of the play, Antiph.113.5: freq. in Prose, Th.4.50, Pl.Grg. 453a, etc.;κ. τῶν εἰρημένων Isoc.3.62
, cf. 5.154;κ. τῆς οἰκονομίας Phld.Rh.1.68
S. (pl.); ἐν κεφαλαίῳ, or ὡς ἐν κ., εἰπεῖν to speak summarily, X.Cyr.6.3.18, Pl.Smp. 186c, al.; ἐν κεφαλαίοις ὑπομνῆσαι, ἀποδείξειν, περιλαβεῖν τι, Th.6.87, Lys.13.33, Isoc.2.9;βραχυτάτῳ κ. μαθεῖν Th.1.36
; τύπῳ καὶ ἐπὶ κεφαλαίου (v.l. - αίῳ), opp. ἀκριβέστερον, Arist.EN 1107b14;ἐπὶ κ. Plb.1.65.5
, 3.5.9;ἐπὶ κεφαλαίων D.19.315
, etc.; esp. in an argument, summing up,ἐν κεφαλαίοις Pl.Ti. 26c
; κεφαλαίῳ δέ .., Lat. denique, Decr. ap. D.18.164; τὸ δ' οὖν κ. ib.213;τὸ δὲ κ. τῶν λόγων, ἄνθρωπος εἶ Men.531.10
; συναγαγεῖν τὸ κ. to sum up, Arist.Metaph. 1042a4.3 metaph., of persons, the head or chief, ὅ τι περ κ. τῶν κάτωθεν, of Pericles, Eup.93;τὸ κ. οὐδέπω λογίζομαι, τὸν δεσπότην Men.Pk. 173
;ὅ τι περ τὸ κ. Luc.Harm. 3
, Gall.24, Philops.6; τὰ κ. τῶν μαθημάτων, of philosophers, Id.Pisc. 14;τὸ κ. τοῦ πολέμου App.BC5.50
; οἳ τὸ τῆς στάσεως κ. ἦσαν ib.43;τὸν Θαλῆν τῶν σοφῶν τὸ κ. Jul.Or.3.125d
: hence, of qualities, etc., σχεδόν τι τὸ κ. τῶν κακῶν (sc. avarice) Apollod. Gel.4;τὸ κ. τῆς εὐδαιμονίας ἡ διάθεσις Diog.Oen.57
.4 Rhet., head, topic of argument, D.H.Comp.1, Rh.10.5, Str.1.2.31.b sum total, IG12.91.23, al., Lys.19.40, D.27.10; πολλοῦ κ. for a large sum, Act. Ap.22.28, cf. Aristeas 24, Plu.Fab.4, etc.;κ. ἀργυρικά PRyl.133.15
(i A.D.); alsoσιτικὰ καὶ ἀργυρικὰ κ. PSI4.281.31
(ii A.D.).6 crown, completion of a thing, τὸ μὲν κ. τῶν ἀδικημάτων the crowning act of wrong, D.27.7;δύο ταῦτα ὡσπερεὶ κ. ἐφ' ἅπασι.. ἐπέθηκε Id.21.18
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεφάλαιος
-
7 реализм
-а α.1. πραγματισμός, ρεαλισμός-- в планировании хозяйства ρεαλισμός στη σχε-διοποίηση της οικονομίας.2. (φιλγ., Τέχνη)• αληθινή απεικόνιση της πραγματικότητας•реализм Л. Толстого ο ρεαλισμός του Λ. Τολστόι.
3. (φιλοσ.)• πραγματοκρατία.εκφρ.критический реализм – κριτικός ρεαλισμός•социалистический реализм – σοσιαλιστικός ρεαλισμός. -
8 стабилизация
-и θ.σταθεροποίηση• стабилизация φρό•стабилизация нта σταθεροποίηση του μετώπου•
стабилизация экономики σταθεροποίηση της οικονομίας•
стабилизация напряжения σταθεροποίηση της τάσης (ηλεκτρ. ρεύματος).
|| το αναλλοίωτο• η διατήρηση•стабилизация сыров το αναλλοίωτο των τυριών.
-
9 ἀξιο-θέᾱτος
ἀξιο-θέᾱτος, ion. ἀξιοϑέητος, sehenswerth, oft bei Her., z. B. 1, 14. 184; Xen. Hell. 4, 5, 6 u. öfter; der Betrachtung, Erwägung werth, Oec. 3, 4 τοῦτο ἀξ. τῆς οἰκονομίας ἔργον.
-
10 επιτροπεια
-
11 άνοδος
η1) подъём, восхождение;άνοδος του όρους — подъём но гору;
2) подъём, развитие;η άνοδος της οικονομίας — подъём экономики;
З) подъём, дорога в гору;4) вступление (на трон, пост и т. п.); приход (к власти); 5) физ. анод -
12 μεσολαβώ
(ε) αμετ.1) посредничать, быть посредником; ходатайствовать, заступаться; 2) находиться, лежать между;μεταξύ των δυό αυτών χωριών μεσολαβει ένα ποτάμι — между двумя этими сёлами протекает река;
3) проходить, протекать (о времени);μεσολαβων χρόνος — промежуток времени, интервал;
από των εκλογών μέχρι σήμερον εμεσολάβησαν δυό έτη с момента выборов до сегодняшнего дня прошло два года;4) происходить, случаться; вклиниваться, вторгаться (о событиях и т. п.); επιβραδύνθηκε η ανάπτυξη της οικονομίας γιατί μεσολάβησε ο πόλεμος развитие экономики замедлилось из-за войны; από τότε μεσολάβησαν πολλά ενδιαφέροντα с тех пор произошло много интересного;αν δεν μεσολαβήσει τίποτε — если ничего не произойдёт
-
13 разорение
-я ουδ.1. καταστροφή, ερήμωση, ρήμαγμα.2. οικονομική καταστροφή, κατάρρευση της οικονομίας. -
14 сельскохозяйственный
επ.της αγροτικής οικονομίας• αγροτικός, γεωργικός• γεωπονικός, της γεωργίας•-ые работы αγροτικές (γεωργικές) δουλειές•
-ая выставка έκθεση αγροτικής οικονομίας•
-ые товары αγροτικά εμπορεύματα (προϊόντα)•
-ая кооперация αγροτικός συνεταιρισμός•
-ая страна αγροτική χώρα•
-ая машина αγροτική μηχανή•
сельскохозяйственный институт ινστιτούτο αγροτικής οικονομίας ή γεωργίας.
-
15 сельскохозяйственный
сельскохозяйственный αγροτικός, της αγροτικής οικονομίας; \сельскохозяйственныйая техника οι γεωργικές μηχανές* * *αγροτικός, της αγροτικής οικονομίαςсельскохозя́йственная те́хника — οι γεωργικές μηχανές
-
16 τίθημι
Aτιθεῖς Pi.P.8.11
, S.Ph. 992 cod. B ( τιθείς LA rec.), E.Cyc. 545 codd. Lp (- θείς P, l), Alc. codd. pler., corrupted to Stob., Arr.Epict.3.22.76, Pl.Euthd. 301e ([etym.] ἐπι-), Lib. Or.46.28 ([etym.] προς-) ; ἐν-τιθεῖς (v.l. -εὶς) Ar.Eq. 717;περι-τιθεῖς BGU 1141.19
(i B.C.); but τίθης is found in Pl.R.l.c. codd. AD, Ar. l.c. cod. A, Lib.Or.27.11 ([etym.] προς-), etc., and is taught by Choerob. in Theod. 2.328 H.; [dialect] Ep.τίθησθα Od.9.404
, 24.476, and so in [dialect] Aeol., Alc.Supp.4.27 (τίθεισθα Hsch.
); [ per.] 3sg.τίθησι Il.4.83
, al., and [dialect] Att.; [dialect] Dor. (Megara, iv B.C.), Theoc.3.48; [ per.] 3pl.τιθέασι Th.5.96
, Alex.128; [dialect] Ep. and [dialect] Ion.τιθεῖσι Il.16.262
, Hes.Th. 597, Hdt.2.91 (also A.Ag. 466 (lyr.)); [dialect] Aeol. τίθεισι ([etym.] προ-) Schwyzer 631 A 2 (ii B.C.); [dialect] Dor.τίθεντι IG12(3).103.10
([place name] Nisvrus); [dialect] Ion. [ per.] 3sg.τιθεῖ Il.13.732
, Mimn.1.6, Hdt. 1.113, also Arc., SIG559.16 (Megalop., iii B.C. ) (τιθῶ Luc.Ocyp.43
,81, διατιθῶ cited by A.D.Synt.290.6): [tense] impf. ; , Ar.Nu.59 ([etym.] ἐν-), etc.;ἐτίθει Il.18.541
, al., Ar.Ach. 532, Nu. 63 ([etym.] προς-), etc., [dialect] Ep.τίθει Il.1.441
, al.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.τίθεσαν Od.22.456
;τίθεν Pi.P.3.65
;πρό-τιθεν Od.1.112
(Aristarch.); lateἐτίθουν Act.Ap.4.35
; [dialect] Ion. [tense] impf. τίθεσκον Hes Fr.112; ἐτίθεα ([etym.] ὑπερ-) Hdt.3.155: imper.τίθει Il.1.509
, etc.; inf. τιθέναι, not in Hom. or Hes.; [dialect] Ep.τιθήμεναι Il.23.83
; , Pi.P.1.40;τιθεῖν Thgn.286
, IG12(9).189.5 ([place name] Eretria); written (Phrygia, iv A.D.); part. τιθείς, but [dialect] Ion. pl. τιθεῦντες v.l. in Hdt.2.91: [tense] fut. θήσω, [dialect] Ep. inf.θησέμεναι Il.12.35
,θησέμεν Pi.P.10.58
: [tense] aor.1 ἔθηκα, only used in indic., and mostly in sg., for though [ per.] 3pl. is common, the 1 and [ per.] 2pl. are rare, X.Mem.4.2.15, ([etym.] ἀν-) Hyp.Eux.9; even ἔθηκαν is very rare in early Attic,ἀνέθηκαν IG2.1620d
, 22.2971 (both iv B.C.), but is found in Plb.8.4.4, etc.; [dialect] Ep. [ per.] 3pl.θῆκαν Il.24.795
, etc.: [tense] aor. 2 ἔθην, not used in indic. sg., whereas pl. is very common, ἔθεμεν, ἔθετε, ἔθεσαν, [dialect] Ep.θέσαν 12.29
, etc.; imper. , etc.; [dialect] Lacon. [ per.] 3sg. σέτω ib. 1081; subj. θῶ, [dialect] Aeol. and [dialect] Ion.θέω Sapph.12
, ([etym.] προς-) Hdt.1.108, [dialect] Ep.θείω Il.16.83
, al. (for Θή-ω); [dialect] Ep. 2 and [ per.] 3sg. θήῃς, θήῃ, 6.432, 16.96, Od.10.301, 341 (sts. with the opt. forms θείης, θείη as v.l.); [dialect] Ep. [ per.] 1pl. θέωμεν (disyll.) 24.485, θείομεν (for Θήο-μεν, short-vowel subjunctive) Il.23.244, Od.13.364; opt. θείην, [ per.] 1pl.θεῖμεν 12.347
, Pl.Prt. 343e ( θείημεν codd. BT),προς-θεῖμεν Id.R. 370d
, andκατα-θεῖτε D.14.27
; [ per.] 3pl. ; inf. θεῖναι, [dialect] Ep.θέμεναι Il.2.285
,θέμεν Od.21.3
, Hes.Op.61,67; [dialect] Dor.θέμειν IG 12(1).677.13
(Rhodes, iv B.C.); part.θείς Il.23.254
, etc.: [tense] pf. τέθηκα [dialect] Att. Inscrr., IG22.2490.7 (iv B.C.), ([etym.] ἀνα-) ib.839.38, 1299.44, 1534.76, also at Delos, ib.11(2).161 A6 (iii B.C.), etc., and in Papyri, POxy. 1087.42 (i B.C.); (iii B.C.), ([etym.] ὑπο-) PPetr.3p.53 (iii B.C.), ([etym.] ἐκ-) UPZ62.4 (ii B.C.), ([etym.] ἀνα-) IG22.1011.71,80 (ii B.C.), ([etym.] προς-) Str.1.2.23; hence some editors restore τέθηκα for τέθεικα in Attic authors, as X.Mem.4.4.19, D.20.55, 22.16, 27.36, Alex.15.13; Phocian [ per.] 3pl.ἀνα-τεθέκαντι BCH59.202
([place name] Daulis):—[voice] Med. τίθεμαι, [ per.] 2sg. ; τίθη or τίθῃ dub. in PTeb.768.9 (ii B.C.); as [voice] Pass., AP11.300 (Pall.); imper. , Pl. Sph. 237b, , [dialect] Dor. τίθευσο cj. in AP9.564 (Nic., τιθεύσω cod., τίθεσσο Plan., cf. ἀφίκευσο); [dialect] Ep. part.τιθήμενος Il.10.34
: [tense] fut.θήσομαι 24.402
, etc.: [tense] aor. 1 ἒθηκάμην, only in indic. and part., and never in [dialect] Att.; [ per.] 2sg.ἐθήκαο Theoc.29.18
; [dialect] Ep. [ per.] 3sg.θήκατο Il.10.31
, Hes.Sc. 128; part.θηκάμενος Thgn.1150
, Pi.P.4.29: [tense] aor. 2ἐθέμην Il.2.750
, etc.; [dialect] Ep. and Lyr. [ per.] 3sg.θέτο 10.149
, Pi.N.10.89; imper.θέο Od. 10.333
, ; subj. , etc.; [dialect] Ep. [ per.] 2sg.θῆαι Od. 19.403
; opt. , etc.; [ per.] 3sg.θεῖτο Od.17.225
, A.Pr. 527 (lyr.), Pl.Tht. 195c, etc. (πρός-θοιτο, -θοισθε, ἔν-θοιτο are found in D. 11.6, 21.188, 34.17, butπρος-θεῖτο Id.6.12
codd.; ἐπιθοίμεθα, -θοιντο, Th.6.34,11; cf.τιθοῖτο X.Mem.3.8.10
): [tense] pf. (v. infr.):—[voice] Pass. (Milet., v B.C.), Pl.Lg. 705e, 744a: [tense] fut. , Pl.Lg. 730b, D.24.17: [tense] aor. , Lys.31.28, etc. (ἐθέθην IG14.862
(Cumae, vi B.C.)): [tense] pf. τέθειμαι, rare in early Gr., LXX 1 Ki.9.24, Ev.Marc.15.47, ([etym.] προς-) Arist.Mech. 853a35; inf. codd. (but f.l.); part.τεθειμένος Demad.12
, ([etym.] προ-) X.Hier.9.11, ([etym.] δια-) Men.591; also used in med. sense, D.21.49, SIG705.17 (Delph., ii B.C.), BGU1735.11 (i B.C.), Luc.Somn.9, ([etym.] ἐν-) D.34.16, ([etym.] προ-) Supp.Epigr.7.62.6 (Seleucia Pieria, ii B.C.), ([etym.] συν-) OGI229.62 (Smyrna, iii B.C.); ὑπεκ-τεθημένος (sic) BCH54.269 (Rhamnus, iii B.C.); ἀνα-τέθηται (pass. sense) Phld.Mus.p.81 K.; Phocian [tense] pf. part. (med. sense)ἀνα-τεθεμένος BCH59.202
([place name] Daulis):— the [voice] Pass. never occurs in Hom., and is generally rare, κεῖμαι being used instead.A in local sense, set, put, place,λίθον Il.21.405
, cf. IG12.373.10, al.;θεμείλια Il.12.29
; τέρματα τ. Od.8.193; κλισίην, θρόνον τ. τινί, set a stool or chair for him, 4.123, 8.65 (so in [voice] Med., set for oneself,δίφρον 20.387
);ἐκελήσατο θέμεν τὰν κλίναν, ἐφ' ἇς τὰν Σωστράταν ἔφερον
lay down,IG
42(1).122.31 (Epid., iv B.C.); πόδα τ. plant the foot, i.e. walk, run, A.Eu. 294, E.IT32: so in [voice] Med., τετράποδος βάσιν θηρὸς τιθέμενος, i.e. going on all fours, Id.Hec. 1059 (lyr.): the mode is expressed by Advbs. or Preps.,a with Advbs., τ. τι πυρὸς ἐγγύς, ἀπάνευθε πυρός, Od.14.518, Il.18.412;προπάροιθε ποδῶν 20.324
;χαμαὶ τ. τὸν πόδα A.Ag. 906
; τὰ ἄνω κάτω and τὰ κάτω ἄνω τ. Hdt.3.3, cf. A.Eu. 651, etc.: with Advbs. implying motion,ἄλλοσε θῆκε Od.23.184
, 204;ἔχεις.. ὅποι θήσεις Pl.R. 479c
:—[voice] Med.,ὅποι.. τιθοῖτο X.Mem.3.8.10
.b with Preps. of local sense, ([voice] Med.,ἀμφ' ὤμοισι τιθήμενον ἔντεα Il.10.34
); ἀνά τινι or τι, asἂμ βωμοῖσι Il.8.441
;ἀνὰ μυρίκην 10.466
; ἐπί τινος, τινι, or τι, asεἵματα ἐπ' ἀπήνης Od.6.252
, cf. Il.16.223, etc.;ἐπὶ κρατὶ κυνέην 15.480
; (v. infr.111.2); ἐπὶ [θρόνον τὰ ἱμάτια] Hdt.1.9, cf. A.Supp. 483, etc.; τὴν ἀρχὴν (sc. τοῦ ἐπιδέσμου) κατὰ μεσοφρύου, ἐπὶ ἰνίον, etc., Sor.Fasc.1,2, al.; ὑπό τινι or τι, asδέμνι' ὑπ' αἰθούσῃ Il.24.644
;ἀμβροσίην ὑπὸ ῥῖνά τινι Od.4.445
: most freq. with the Preps. ἐν or εἰς, put in or put into.., asθῆκεν ἐν ἀκμοθέτῳ ἄκμονα Il.18.476
;τόξα ἐν πυρί 5.215
;ἐν κίστῃ ἐδωδήν Od.6.76
; ἐν λεχέεσσι θ. [τινά] Il.18.352 (so in [voice] Med., ἐς δίφρον ἄρνας θέτο put into the car, 3.310;ὁ θεὸς ἔθετο τὰ μέλη ἐν τῷ σώματι 1 Ep.Cor.12.18
); ἐς λάρνακα, ἐς κάπετον, Il.24.795, 797; ([voice] Med.,ἐν τάφοισι θέσθε Id.OC 1410
), cf. Ant. 504, Tr. 1254.c in Poets also with dat. only,χρήματα μυχῷ ἄντρου Od.13.364
(so in [voice] Med.,κολεῷ ἄορ θέο 10.333
), cf. S.Tr. 691, E.Hel. 1064.--The same constructions will be found under many of the following heads.II Special phrases:1 θεῖναί τινί τι ἐν χερσίν, ἐν χειρί, put it in his hands, Il.1.441, 585, etc.; ἐν χερσί orχείρεσσί τινος 6.482
, 23.597;οἶνον Ὀδυσσῆϊ ἐν χείρεσσι Od.14.448
; ἐς χεῖρά τινος into his hand, S.Aj. 751.2 of women, θέσθαι παῖδα, υἱὸν ὑπὸ ζώνῃ, to have a child put under her girdle, i.e. to conceive, h.Ven. 255, 282.3 ἐν ὄμμασι θέσθαι set before one's eyes, Pi.N.8.43.5 θέσθαι τὴν ψῆφον lay one's voting-pebble on the altar, put it into the urn, : hence simply, give one's vote, ἐπὶ φόνῳ for death, E.Or. 756 (troch.); ἑωυτῷ in one's own favour, Hdt.8.123;σὺν τῷ νόμῳ X.Cyr.1.3.17
; εὔφρονα, δικαίαν τὴν ψῆφον τ., A.Supp. 640 (lyr.), Lycurg.128, etc.; and in [voice] Pass., : also γνώμην θέσθαι, c. inf., give one's opinion, Hdt.7.82;περὶ ἡμῶν And.3.21
: τίθεσθαι abs., vote, codd. (anap., γνώμην Lambinus), Hld.2.29;μετά τινος A.Supp. 644
(lyr.);ἐναντία τινί Pl.Phlb. 58b
; τινι S.E.P.2.37 codd., Lib.Decl.1.65.6 in Hom., θεῖναί τινί τι ἐν στήθεσσι, ἐν φρεσί, etc., put or plant it in his heart,ἐν στήθεσσι τιθεῖ νόον Il.13.732
; βουλὴν ἐν στήθεσσι τ. 17.470;ἔπος ἐν φρεσί 19.121
, al.; alsoμένος δέ οἱ ἐν φρεσὶ θῆκε 21.145
:—[voice] Med., ἄγριον ἐν στήθεσσι θέτο θυμόν laid up wrath in his heart, treasured it there, 9.629; ; τοῖσιν κότον αἰνὸν ἔθεσθε harboured enmity against them, 8.449;καθαρὸν θέμενος νόον Thgn.89
;θέμενος ἄγναμπτον νόον A.Pr. 164
(lyr.); ἐνὶ φρεσὶ θέσθαι, c. inf., bear in mind, think of doing a thing, Od.4.729;θ. [τι] ἐν καρδίᾳ Ev.Luc. 1.66
.7 deposit, as in a bank,τὰ πρυτανεῖα πρὸς τοὺς ἄρχοντας IG12.22.33
; ;ἐνέχυρον τιθέναι τι Ar.Pl. 451
, cf. Ec. 755, D.41.11, PEnteux.32.7 (iii B.C.), etc.:—[voice] Med., .ά, cf. Od.13.207;τὴν τιμὴν θήσονται ἐπὶ τὴν τράπεζαν, ἕως.. PCair.Zen.723.11
(iii B.C.);ἐγγύην θέσθαι A.Eu. 898
;συνθήκας παρά τινι Lycurg.23
:—[voice] Pass.,τὰ ληφθέντα καὶ τὰ τεθεντα D.49.5
(but [voice] Act. and [voice] Med. are sts. distd., ὁ θείς the mortgagor, ὁ θέμενος the mortgagee, , cf. Hyp.Fr. 169, D.53.10; τίθεσθαι seems to have the same meaning as ὑποτίθεσθαι in IG22.43.41, 2758.4, 12(7).55.12 (Arcesine, iv/iii B.C.), but the two are distd. in Supp.Epigr.3.760 (Euboea, iv B.C.)): metaph., χάριν or χάριτα θέσθαι τινί deposit a claim for favour with one, lay an obligation on one, Hdt.9.60, 107, cf. A.Pr. 783, etc.8 pay down, pay, τόκον, εἰσφοράν, μετοίκιον, D.41.9, 22.43, 29.3;τὸ γιγνόμενον Id.18.104
;τὸν πριάμενον ἑκατοστὴν τιθέναι τῆς τιμῆς Thphr.Fr.97.1
;τὴν τιμήν PRev.Laws 18.13
(iii B.C.);τὰ μέρη PCair.Zen.218.33
(iii B.C.); [τὰς δραχμὰς] εἰς ἀνήλωμα τοῦ πλοίου ib.753.64 (iii B.C.):—[voice] Med.,θέμενος ἀρραβῶνα PFlor.303.3
(vi A.D.).b place to account, reckon, D.27.34,36, 28.13;θήσω εἰς δύο παῖδας χιλίας δραχμὰς ἑκάστου ἐνιαυτοῦ Lys.32.28
, cf. ib.21:—metaph. in [voice] Med., ; τἀγαθὰ ἐς ἀμφίβολον ἀσφαλῶς ἔθεντο reckoned as doubtful, Th.4.18.10 in military language, τίθεσθαι or θέσθαι τὰ ὅπλα has four senses,a rest arms, i.e. halt, with arms in an easy position but ready for action, Th.4.44,93, 7.3; θέμενοι ἐς τὴν ἀγορὰν τὰ ὅπλα advancing to the market-place and resting arms there, Id.2.2, cf. Hdt.9.52, X.An.1.5.14, 17, 1.6.4, etc.; εἰς τάξιν τὰ ὅπλα τ. ib.2.2.21, 5.4.11; so ἐν τάξει ib.2.2.8; ἀντία τισί over against them, Hdt.5.74 (in 1.62 ἀντία ἔθεντο τὰ ὅπλα over against it (the temple)); poet., πάτρας ἕνεκα εἰς δῆριν ἔθεντο ὅπλα Inscr. ap. D.18.289.b bear arms, fight,τὸ θυμοειδὲς.. ἐν τῇ τῆς ψυχῆς στάσει τίθεσθαι τὰ ὅπλα πρὸς τὸ λογιστικόν Pl.R. 440e
;τοῦ δήμου.. παρακαλοῦντος τοὺς στρατιώτας τίθεσθαι πρὸς τὴν πόλιν IG22.666.10
;ὃς ἂν μὴ θῆται τὰ ὅπλα μηδὲ μεθ' ἑτέρων Arist.Ath.8.5
, cf. Lys.31.14, D.21.145; so ὁπόσοιπερ ἂν ὅπλα ἱππικὰ ἢ πεζικὰ τιθῶνται who serve on horseback or on foot, Pl.Lg. 753b, cf. 756a;ἐν ταῖς ναυσὶ τὰ ὅπλα θέσθαι Plu.Cim.5
.c lay down one's arms, surrender, D.S.20.31,45; so, without the idea of surrender, θέσθαι τὰς ἀσπίδας X.HG2.4.12 (but [voice] Act.,τὰ ὅπλα θείς Plu.2.759a
).d τὰ ὅπλα εὖ τίθεσθε keep your arms in good order, X.Cyr.4.5.3;εὖ ἀσπίδα θέσθω Il.2.382
.II lay in the grave, bury, (freq. with words added, ἐν τάφοισι, ἐς ταφάς, etc., v. supr. 1 b); ποῦ σφε θήσομεν χθονός; A.Th. 1006 (lyr.):— [voice] Pass.,τὰ δὲ ὀστᾶ φασι.. τεθῆναι.. ἐν τῇ Ἀττικῇ Th.1.138
, cf. Pl.Mx. 242c, Lg. 947e;ἄλλῳ δὲ μηδενὶ ἐξεῖναι ἐν τῷ πυργίσκῳ τεθῆναι μετὰ τὸ ἐνταφῆναι αὐτήν· ἐπεὶ ὁ θείς τινα ἀσεβὴς ἔστω θεοῖς καταχθονίοις TAM 2(1).51
([place name] Telmessus), cf. 55, al., AJP48.30 ([place name] Apamea), Supp.Epigr. 6.221 ([place name] Phrygia), etc.III set up, of the prizes in games,ἄεθλα Il.23.263
, etc.; ἀέθλιον ib. 748; (so in [voice] Pass., τὰ τιθέμενα the prizes, D.61.25); also with the object offered as the prize, τ. δέπας, βοῦν, σόλον, etc., Il.23.656, 750, 826, al., cf. Hdt. 1.144, S.Aj. 573:—this is more fully expressed by ἐς μέσσον τ., Il.23.704: after Hom. more generally, lay before people as common property, ; ; so alsoτ. τι εἰς τὸ κοινὸν X.Mem.3.14.1
; reading and sense are doubtful in A.Ch. 145.2 set up in a temple, dedicate,ἀγάλματα Od.12.347
;τάσδε.. θεοῖς ἀσπίδας ἔθηκε E.Ph. 576
; so perh. Il.6.92 (v. supr. 1b).IV assign, award,τιμήν τινι Il.24.57
;ὄνομά τινι Pl.Sph. 244d
: esp. in [voice] Med., ὄνομα (or οὔνομα) θέσθαι τινί give a child a name at one's own discretion, Od.18.5, 19.406 (in 19.403 with v.l. θείης), Hdt.1.107, 113, cf. E.Ph.13: ellipt., withoutὄνομα, ᾧ δὴ ἀθροίς ματι ἄνθρωπόν τε τίθενται καὶ λίθον Pl.Tht. 157b
, cf. Cra. 402b: pleonast., .V τιθέναι νόμον down or give a law, of a legislator, S.El. 580, E.Alc.57, Ar.Ach. 532, Pl.R. 339c, D.24.99, etc.:—so in [voice] Med., of Solon, Hdt.1.29; of a people, state, or legislature, give oneself a law, make a law, Pl.R. 338e, Isoc.3.6, Arist. Pol. 1289a14 ([voice] Pass.,τίθεται νόμος Ar.Nu. 1425
, Pl.Lg. 705e, 744a; τιμωρίαι.. ἐτέθησαν ib. 943d); alsoθήσω θεσμόν A.Eu. 484
;κήρυγμα θεῖναι S.Ant.8
; σκῆψιν τιθέναι allege an excuse, Id.El. 584: c. acc. et inf., order matters so that.., [ὁ Λυκοῦργος] ἔθηκε θύειν βασιλέα πρὸ τῆς πόλεως τὰ δημόσια ἅπαντα X.Lac.15.2
, cf. 1.5, 2.11; without inf., : c. dat. et inf.,γυναιξὶ σωφρονεῖν.. θήσει Id.Tr. 1057
.2 [voice] Med., agree upon,ἡμέραν θέσθαι D.42.1
,13; so θ. συγγραφήν, ὁμολογίαν, σύμβολόν τινι, etc., PEleph. 2.16 (iii B.C.), PGoodsp.Cair. 6ii 2 (ii B.C.), PRein.11.9 (ii B.C.), etc.3 execute a document. τ. διαθήκην make a will, Stud.Pal.1.6.3 (v A.D.): so in [voice] Med., PSI10.1119.16 (ii A.D.); θέσθαι τινὸς ἀπαρχήν make out a person's birth-certificate, ib.9.1067.15 (iii B.C.), etc.VI establish, institute, , cf. X.An.1.2.10; ἐν τοῖς ἀγώνοις οἷς ἁ πόλις τίφητι (sic) Delph.3(3).120.17 (ii B.C.);πενταετηρίδα Pi.O.3.21
.VII dispose, order, ordain, bring to pass, of gods,οὕτω νῦν Ζεὺς θείη Od.8.465
, 15.180;ὣς ἄο' ἔμελλον θησέμεναι Il.12.35
; [Ζεὺς] τίθησ' ὅπῃ θέλει Semon.1.2
; τὰ δ' ἄλλα πάντ' ἄνω τε καὶ κάτω στρέφων τίθησιν (sc. Ζεύς) A.Eu. 651; πάντα παγκάκως θεοὶ θέσαν cj. in Id.Pers. 283 (lyr.);τέλος δ' ἔθηκε Ζεὺς.. καλῶς S.Tr. 26
; κόσμῳ θέντες, as etym. of θεοί, Hdt.2.52; of human beings, administer, manage, [τι] κακῶς θέμεν, εὖ θέμεν, Thgn.845, 846;τὰ δ' ἄλλα φροντὶς.. θήσει δικαίως A.Ag. 913
; ἐγὼ καὶ σὺ θήσομεν κρατοῦντε τῶνδε δωμάτων καλῶς ib. 1673 (troch.);ταῦτ' ἐγὼ θήσω καλῶς E.Hipp. 521
, cf. Andr. 737;τὰ παρ' ὑμῶν εὖ τίθει Ar.Lys. 243
;τ. τὰ τῶν φίλων ἀσφαλῶς X.Ages.11.12
; :—[voice] Med., administer for oneself,οἶκον εὖ θέσθαι Hes.Op.23
;ἄνδρας σοφοὺς χρὴ τὸ παρὸν πρᾶγμα καλῶς εἰς δύναμιν τίθεσθαι Cratin. 172
(lyr.), cf. D.23.134, Anon.ap Suid.s.v. τίθεσθαι, Hsch.s.v.τὸ παρὸν εὖ τίθεσο; ἐν ἀπόρῳ εἴχοντο θέσθαι τὸ παρόν Th.1.25
; τὸ παρὸν εὖ θέσθαι make the best of one's resources or situation, Luc.Nec.21, M. Ant.6.2, cf. Aristid.2.35 J.; ;τὰ παρόντα θέσθαι καλῶς Ach.Tat.5.11
;τὰ σεωυτοῦ τιθέμενος εὖ Hdt.7.236
;τὰ οἰκεῖα εὖ θέμενον Pl.R. 443d
; ;τὰ πάντα ὅπως ἂν αὐτῇ ἡδὺ ᾖ οὕτως τίθεσθαι X.Mem.1.4.17
;εἰ μὴ θήσομαι τἄμ' ὡς ἄριστα E.Andr. 378
;τὸ σαυτοῦ θέμενος εὖ Id.IT 1003
, cf. Ba.49, HF 605, 938, Hipp. 709, Dionys.Eleg.1.5;τὰ πρὶν εὖ θέμενος S.El. 1434
; συνετῶν ἀνδρῶν (sc. εἶναι), πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι Pittac.
ap. D.L.1.78; τὸ κοινῶς φοβερὸν ἅπαντας εὖ θέσθαι that all should face the common danger, Th.4.61; of wars, quarrels, etc., bring them to a successful issue, but sts. put a good face on them, patch them up,ἕως ἂν τὸν πόλεμον εὖ θῶνται Id.8.84
;θήσονται τὸν πόλεμον ᾗ βούλονται Id.1.31
; πόλεμον ἀραμένους οὐ ῥᾴδιον εὐπρεπῶς θέσθαι ib.82;ὅτῳ τρόπῳ.. τὸ σφέτερον ἀπρεπὲς εὖ θήσονται Id.6.11
; ;τὸν τρὸς τοὺς Ἐλευσῖνι πόλεμον ὡς μετρίως ἔθεντο Pl.Mx. 243e
; ἄμεινον ἢ τότε ἐθέμεθα τὸν πόλεμον ib. 245e; : abs.,θέσθαι καλῶς S.Fr. 350
:—pass.,εἰ τεθήσεται κατὰ νοῦν τὰ πράγματα Th.4.120
.2 in the game of πεττεία, κυβεία, Lat. tesserae (cf. Ter.Adelph.739), to place as skilfully as possible the pieces which have been assigned to one by the luck of the dice,πεττείᾳ τινὶ ἔοικεν ὁ βίος, καὶ δεῖ ὥσπερ ψῆφόν τινα τίθεσθαι τὸ συμβαῖνον Socr.
ap. Stob.4.56.39;ὥσπερ ἐν πτώσει κύβων πρὸς τὰ πεπτωκότα τίθεσθαι τὰ αὑτοῦ πράγματα ὅπῃ ὁ λόγος αἱρεῖ βέλτιστ' ἂν ἔχειν Pl.R. 604c
, cf. Plu.Pyrrh.26;στέργειν δὲ τἀκπεσόντα καὶ θέσθαι πρέπει σοφὸν κυβευτήν S.Fr. 947
; τὰ δεσποτῶν γὰρ εὖ πεσόντα θήσομαι I will take advantage of my master's good luck, A.Ag.32: many of the passages cited in A. v11. I may be metaph. applications of this sense.B put in a certain state or condition, much the same as ποιεῖν, ποιεῖσθαι, and so often to be rendered by our make:I folld. by an attributive Subst., make one something, with the predicate in apposition, θεῖναί τινα αἰχμητήν, ἱέρειαν, μάντιν, etc., Il.1.290, 6.300, Od.15.253, etc.;θ. τινὰ ἀρχέπολιν Pi.P.9.54
; θεῖναί τινα ἄλοχόν τινος make her another's wife, of a third person who negotiates a marriage, Il.19.298 (for [voice] Med., v. infr. 3); ἥτε με τοῖον ἔθηκεν ὅπως ἐθέλει who has made me such as she will, Od.16.208; σῦς ἔθηκας ἑταίρους thou hast made my comrades swine, 10.338; so [νῆα] λᾶαν ἔθηκε 13.163
, cf. Il.2.319, etc.;ἕως ἂν θῶ τοὺς ἐχθρούς σου ὑποπόδιον LXX Ps.109(110).1
; but γέλων ἔθηκε συνδείπνοις caused them laughter, E. Ion 1172; λόγους εἰς μέτρα τ. put them into verse, Pl. Lg. 669d.2 with an Adj. for the attributive, θεῖναί τινα ἀθάνατον καὶ ἀγήρων make him undying and undecaying, Od.5.136; πηρόν, τυφλόν, ἀφνειὸν τ. τινά, Il.2.599, 6.139, 9.483;τὸν μὲν.. θῆκε μείζονά τ' εἰσιδέειν καὶ πάσσονα Od.6.229
, cf. 18.195, Pl.Prt. 344d.b of things, ἅλιον πόνον, πόνον οὐκ ἀτέλεστον, πάντα μεταμώνια, Il.4.26,57, 363;ὄλεθρον ἀπευθέα θῆκε Κρονίων Od.3.88
, cf. 11.274;ἀποίητον θέμεν ἔργων τέλος Pi.O.2.17
;ἀρὰν τ. ἀλαθῆ A.Th. 944
(lyr.); ἀναστάτους οἴκους τ. S.Ant. 674; ; τὸ πραχθὲν ἀγένητον τ. Pl.Prt. 324b.3 freq. in [voice] Med., γυναῖκα or ἄκοιτιν θέσθαι τινά make her one's wife, Od.21.72, 316, B.5.169; παῖδα τὸν αὑτᾶς πόσιν θ. take her own son as husband, A.Th. 929 (lyr.).b υἱὸν θέσθαι τινά, like ποιεῖσθαι, make one's son, adopt, Pl.Lg. 929c, etc.: abs., θέσθαι τινά adopt, Plu.Aem.5.c generally,προσφιλῆ θέσθαι τινά S.Ph. 532
; but φίλον ἐμαυτῷ θ. deem my friend, Id.Ant. 188; γέλωτα θέσθαι τινά make him one's butt, Hdt.3.29, 7.209.4 c. inf., make one do so and so, τιθέναι τινὰ νικᾶσαι make him conquer, Pi.N.10.48 (dub.);μετατραπεῖν Id.Fr. 177
; (lyr.), cf. 1036, 1174 (lyr.), E.Med. 718, Heracl. 990, etc.II in reference to mental action, when [voice] Med. is more freq. than [voice] Act., lay down. assume, hold, reckon or regard as.., τί δ' ἐλέγχεα ταῦτα τίθεσθε; Od.21.333; (lyr.); , cf. 430b ([voice] Med.); θὲς δή μοι.. now suppose so and so, Id.Tht. 191c;εὐεργέτημά τι θεῖναι D.1.10
; withὡς, θέντες ὡς ὑπάρχον εἶναι ὃ βούλονται Pl.R. 458a
, cf. Phd. 100a;μὴ τοῦτο ὡς ἀδίκημα θῇς D.18.193
.2 folld. by Advbs., ποῦ χρὴ τίθεσθαι ταῦτα; in what light must we regard these things? S.Ph. 451; οὐδαμοῦ τιθέναι τι hold of no account, E.Andr. 210; πρόσθεν or ἐπίπροσθέν τινος τιθέναι τι, Id.Hec. 129 (anap.), Supp. 515; πόρρω τίθεσθαί τί τινων set far below.., D.18.299.3 folld. by Preps.,τ. τινὰ ἐν φιλοσόφοις Pl.R. 475d
;ἐν τοῖς φίλοις X.Mem.2.4.4
; also εἰς ὁποτέραν (of two classes) Pl.Sph. 264c; εἰς τὸν δῆμον, εἰς τοὺς πλουσίους, X.Mem.4.2.39; alsoοὐκ ἐν λόγῳ τίθεσθαί τινα Tyrt.12.1
;ἐν τιμῇ τίθεσθαί τινα Hdt.3.3
;ἐν αἰτίῃ τιθέναι τινά Id.8.99
; ἐν οἰωνῷ τινι τοῦ μέλλοντος, ἐν ἐπαίνῳ, ἐν γέλωτι τίθεσθαι, Plu.Alex.31, Cat.Ma.20, TG17; θέσθαι παρ' οὐδέν set at naught, A.Ag. 230 (lyr.), E.IT 732, cf. Pl.Phdr. 252a (but (i B.C.), Supp.Epigr.7.1.6 (Susa, i A.D., Epist.Artabani));ἐν παρέργῳ θοῦ με S.Ph. 473
; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου ib. 876;ταῦτ' ἐν αἰσχρῷ θέμενος E. Hec. 806
;ἐν ἀδικήματι θέσθαι τι Th.1.35
;ἐν ἀδικήματος μέρει τιθέναι τι D.23.148
; θέσθαι τὰ δίκαια ἔκ τινος estimate them by.., Id.8.8.4 c. partit. gen., ἐμὲ θὲς τῶν πεπεις μένων put me down as one of the convinced, Pl.R. 424c, cf. 376e, 437b; τῆς ἡμετέρας ἀμελείας ἄν τις θείη might reckon it as due to our carelessness, D.1.10.5 c. inf., οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον I hold not that he lives, count him not as living, S.Ant. 1166: so in [voice] Med., Pl.Phd. 93c, D. 25.43,44: rarely c. part., θήσω ἀδικοῦντα [αὐτόν] Id.23.76, cf. Pl. Prt. 343e, Ap. 27c.6 elliptically, lay down, assume, θῶμεν δύο εἴδη (sc. εἶναι) Id.Phd. 79a, etc.; θήσω οὕτω (sc. εἶναί τι) D.23.85, cf. Arist.Pol. 1290a30.7 affirm, opp. αἴρω (deny), τὸ ἐπέκεινα ὄντος οὐ τόδε λέγει- οὐ γὰρ τίθησιν-- the phrase 'beyond being' does not denote a 'this' (for it is not an affirmation), Plot.5.5.6.C without any attributive word following, make, work, execute, of an artist,ἐν δ' ἐτίθει νειόν Il.18.541
, cf. 550, 561, 607; [δόρπον] θησέμεναι Od.20.394
.2 make, cause, bring to pass,ἔργα Il.3.321
;τ. κέλαδον καὶ ἀϋτήν 9.547
;ὀρυμαγδόν Od.9.235
;ἔριν μετ' ἀμφοτέροισιν 3.136
; φιλότητα, ὅρκια μετ' ἀμφ., Il.4.83, Od.24.546: c. dat. pers.,σῆμα τιθεὶς Τρώεσσι Il.8.171
; , etc.;πᾶσι δ' ἔθηκε πόνον 21.524
, cf. 15.721, 16.262; 6, etc.;χάρματ' ἄλλοις ἔθηκεν Pi.O.2.99
;πόλει κατασκαφὰς θέντες A. Th.47
;εἰρήνην φίλοις Id.Pers. 769
;αἷμα θήσεις E.Ba. 837
(s. v.l.).3 freq. in [voice] Med., make or prepare for oneself, θέσθαι κέλευθον make oneself a road, open a way, Il.12.418;θέτο δῶμα Od.15.241
; τίθεντο δὲ δαῖτα, δόρπα, Il.7.475, 9.88 (but δαῖτα τίθενται are holding a feast, Od.17.269); μεγάλην ἐπιγουνίδα θέσθαι to make oneself, get a large thigh, Od.17.225; θέσθαι μάχην engage in.., Il.24.402; ; ἱδρῶτα τίθεσθαι have an access of perspiration, Hp.Decent.2; μαρτύρια θέσθαι produce as testimony, Hdt.8.55; ἀνδρὸς αἰδοίου πρόσοψιν θηκάμενος putting on the aspect of a reverend man, Pi.P.4.29, cf. Hsch. s.v. θήκατο; πόνον πλέω τίθου work thyself the more annoy, A.Eu. 226;εὐκλεᾶ θέσθαι βίον S.Ph. 1422
, etc.4 periphr. for a single Verb. μνηστήρων σκέδασιν θεῖναι make a scattering, Od.1.116; θέμεν κρυφόν, νέμεσιν, αἶνον, for κρύπτειν, νεμεσῦν, αἰνεῖν, Pi.O.2.97, 8.86, N.1.5;μὴ σχολὴν τίθει A. Ag. 1059
; ὑμῖν ἔθηκε σὺν θεοῖς σωτηρίαν (v.l. προμηθίαν) E.Med. 915:— also in [voice] Med., θέσθαι μάχην, for μάχεσθαι, Il.24.402; θέσθαι θυσίαν, γάμον, for θύειν, γαμεῖσθαι, Pi.O.7.42, 13.53; σπουδήν, πρόνοιαν θέσθαι, S.Aj.13, 536, cf. Pi.P.4.276;θ. ἐπιστροφὴν πρό τινος S.OT 134
;περὶ τούτων οἰκονομίας PEnteux.22.6
(iii B.C.); and c. gen., θ. λησμοσύναν, συγγνωμοσύνην τινῶν, S.Ant. 151 (lyr.), Tr. 1265 (anap.). (Cf. Lith. dēti 'lay (eggs, etc.)', Skt. dáti 'lay down, place', Lat. -do in con-do, etc., Engl. do, doom.) -
17 восстановление
восстановлениес1. ἡ ἀποκατάσταση [-ις], ἡ ἀνασύσταση [-ις], ἡ ἀνασυγκρότηση [-ις]:\восстановление памятника ἀναστήλωση τοῦ μνημείου· \восстановление здоровья (отношений) ἡ ἀποκατάσταση τῆς ὑγείας (τῶν σχέσεων)· \восстановление мира ἡ είρήνευση· \восстановление народного хозяйства ἡ ἀνόρθωση (или ἀνασυγκρότηση) τής ἐθνικής οίκονομίας· \восстановление зда́ния ἡ ἐπιδιόρθωση, ἡ ἐπισκευή κτιρίου· \восстановление связи воен. ἡ ἐπανασύνδεση·2. (в памяти) ἡ ἐπαναφορά στή μνήμη·3. (кого-л. β чем-л.) ἡ ἀποκατάσταση, ἡ ἐπανόρθωση, ἡ παλινόρθωση:\восстановление в правах ἡ ἀποκατάσταση (или ἡ ἐπανάκτηση) τῶν δικαιωμάτων·4. хим. ἡ ἀποξείδωση, ἡ ἀποξυγόνωση[-ις]. -
18 планирование
-я ουδ.σχεδίαση, σχεδιοποίηση•планирование народного хозяйства σχεδιοποίηση της λαΐκής οικονομίας•
планирование города σχεδιοποίηση της πόλης.
-я ουδ. (για ανεμόπτερο) ομαλή κάθοδος ή με σβηστό τον κινητήρα. -
19 οἰκονομία
οἰκονομία, ας, ἡ (οἰκονομέω; X., Pla.+; ins., pap; Is 22:19, 21; TestJob, ParJer, Philo, Joseph.)① responsibility of management, management of a household, direction, office (X., Oec. 1, 1; Herodian 6, 1, 1; Jos., Ant. 2, 89; PTebt 27, 21 [114 B.C.]; PLond III, 904, 25 p. 125 [104 A.D.]; Orig., C. Cels. 8, 57, 22).ⓐ lit., of the work of an οἰκονόμος ‘estate manager’ Lk 16:2–4 (this passage shows that it is not always poss. to draw a sharp distinction betw. the office itself and the activities associated w. it).—WPöhlmann, Der verlorene Sohn u. das Haus ’93.ⓑ Paul applies the idea of administration to the office of an apostle οἰκονομίαν πεπίστευμαι I have been entrusted with a commission/task 1 Cor 9:17 (cp. Theoph. Ant. 1, 11 [p. 82, 8]); ἀνθρωπίνων οἰκονομίαν μυστηρίων πεπίστευνται they have been entrusted with the administration of merely human mysteries Dg 7:1. Of a supervisor (bishop): ὸ̔ν πέμπει ὁ οἰκοδεσπότης εἰς ἰδίαν οἰκ. (οἰκ. ἰδίου οἴκου) the one whom the master of the house sent to administer his own household IEph 6:1. This is prob. also the place for κατὰ τὴν οἰκ. τοῦ θεοῦ τὴν δοθεῖσάν μοι εἰς ὑμᾶς according to the divine office which has been granted to me for you Col 1:25, as well as ἠκούσατε τὴν οἰκονομίαν τ. χάριτος τ. θεοῦ τῆς δοθείσης μοι εἰς ὑμᾶς you have heard of the administration of God’s grace that was granted to me for you Eph 3:2 (on the other hand, this latter vs. may be parallel to the usage in vs. 9; s. 2b below).② state of being arranged, arrangement, order, plan (X., Cyr. 5, 3, 25; Polyb. 4, 67, 9; 10, 16, 2; Diod S 1, 81, 3)ⓐ ἡ τῆς σαρκὸς οἰκονομία of the arrangement or structure of the parts of the body beneath the skin; they are laid bare by scourging MPol 2:2.—(Iren. 5, 3, 2 [Harv. II, 326, 3]).ⓑ of God’s unique plan private plan, plan of salvation, i.e. arrangements for redemption of humans (in the pap of arrangements and directions of authorities: UPZ 162 IX, 2 [117 B.C.]; CPR 11, 26, and in PGM [e.g. 4, 293] of the measures by which one wishes to attain some goal by extrahuman help.—Just., D. 31, 1 τοῦ πάθους … οἰκ.; Hippol., Did.) ἡ οἰκ. τοῦ μυστηρίου the plan of the mystery Eph 3:9 (v.l. κοινωνία; on the thought cp. vs. 2 and s. JReumann, NovT 3, ’59, 282–92.—Just., D. 134, 2 οἰκονομίαι … μυστηρίων). Also in the linguistically difficult passage 1:10 οἰκ. certainly refers to the plan of salvation which God is bringing to reality through Christ, in the fullness of the times. κατʼ οἰκονομίαν θεοῦ according to God’s plan of redemption IEph 18:2 (cp. Ath. 21, 4 κατὰ θείαν οἰκ.—Pl.: Iren. 1, 10, 1 [Harv. I 90, 8]) προσδηλώσω ὑμῖν ἧς ἠρξάμην οἰκονομίας εἰς τὸν καινὸν ἄνθρωπον Ἰησοῦν Χριστόν I will explain to you further the divine plan which I began (to discuss), with reference to the new human being Jesus Christ IEph 20:1. AcPl Ha 3, 23 of God’s marvelous plan = way of doing things; 6, 26 ο̣ἰ̣κο̣ν̣[ομίαν πληρῶσω κτλ.] (so that I might carry out God’s) plan for me; pl. 5, 27 [ὡς καὶ ἐκεῖ τὰς τοῦ κυρίου οἰκο]νομίας πληρῶσε (=πληρῶσαι) [Paul has gone off to carry out God’s] purpose [also there] (in Macedonia) (apparently a ref. to the various missionary assignments given by God to Paul; for the formulation cp. τὴν οἰκ. τελέσας Orig., C. Cels. 2, 65, 4).ⓒ also of God’s arrangements in nature pl. αἱ οἰκ. θεοῦ Dg 4:5 (cp. Tat. 12, 2; 18, 2 ὕλης οἰκ.; Did., Gen. 92, 6 πάντα ὑπὸ τὴν αὐτοῦ οἰκ. ἐστίν.—Of the order in creation Theoph. Ant. 2, 12 [p. 130, 2]).③ program of instruction, training (in the way of salvation); this mng. (found also Clem. Alex., Paed. 1, 8, 69, 3; 70, 1 p. 130 St.) seems to fit best in 1 Ti 1:4, where it is said of the erroneous teachings of certain persons ἐκζητήσεις παρέχουσιν μᾶλλον ἢ οἰκονομίαν θεοῦ τὴν ἐν πίστει they promote useless speculations rather than divine training that is in faith (οἰκοδομήν and οἰκοδομίαν [q.v.] as vv.ll. are simply ‘corrections’ to alleviate the difficulty). If οἰκ. is to be taken in the sense of 1b above, the thought of the verse would be somewhat as follows: ‘endless speculative inquiry merely brings about contention instead of the realization of God’s purpose which has to do with faith.’—OLillger, Das patristische Wort, diss. Erlangen ’55; JReumann, The Use of ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ and Related Terms etc., diss. U. of Pennsylvania ’57.—DELG s.v. νέμω. M-M. EDNT. TW. Spicq. Sv. -
20 χρηματισμός
χρηματισμός, ὁ, 1) Besorgung, Betreibung eines Geschäfts, sowohl eines Handels-, als eines Staatsgeschäfts, Verwaltung öffentlicher Angelegenheiten, eines Staatsamtes, Berathschlagung, Audienzertheilung; αἱ ἐντεύξεις τῶν πρεσβειῶν καὶ οἱ χρηματισμοί Pol. 28, 14, 10, u. öfter, das Ertheilen einer Antwort, vgl. Ath. 549 d; auch Entscheiden od. Rechtsprechen, οἱ χρηματισμοί, schriftliche Verhandlungen, Dokumente, Aktenstücke, D. Sic. 14, 13. – 2) vom med., Beschäftigung, um Vermögen zu erwerben, Erwerb, Gewerbe, bes. Handel; ἰάτρευσις καὶ ὁ ἄλλος χρηματισμός Plat. Rep. II, 357 c; ἀμελήσας χρηματισμοῦ καὶ οἰκονομίας Apol. 36 b; Gewinn, Gewinnsucht, μήτ' αὖ χρηματισμὸν πολὺν διὰ βαναυσίας καὶ τόκων Legg. V, 743 d; πλὴν τὸν ἐκ τῆς γῆς χρηματισμόν XII, 949 e; Isocr. 3, 50; Dem. 21, 167 u. sonst; Pol. 6, 56, 1. – 3) bei Sp. Amtstitel, Name, D. L. 1, 48. – Vgl. χρηματίζω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Σούνδης, Νησιά της- — (Ντάνγκαλαν Σούντα, ινδονησιακά, Soenda Ellanden ολλανδικά). Νησιά των Νησιωτικών Ινδιών που, βρίσκονται μεταξύ Ινδικού ωκεανού στα Δ και στα Ν, Νότιας Κινεζικής θάλασσας στα Β, θάλασσας Aραφούρα στα ΝΑ και θαλλασσών Σούλου, Κελέβης, Μολούκων και … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Οικονομία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΤΗΣ ΝΕΟΤΕΡΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Η περίοδος 1830 1992 Η Επανάσταση του 1821 οδήγησε στην επίσημη ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, το 1830, κατόπιν της επέμβασης των Προστάτιδων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Η χώρα τότε περιελάμβανε την… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… … Dictionary of Greek
Ελλάδα και Ευρωπαϊκή Ένωση — ΟΙ ΣΧΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ/ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ Η αφετηρία Η δημιουργία της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας το Μάρτιο του 1957, ύστερα από την υπογραφή της σχετικής συνθήκης στη Ρώμη από τη Γαλλία, την Ομοσπονδιακή… … Dictionary of Greek